δαφνοφόρος

δαφνοφόρος
-α, -ο
στεφανωμένος ή στολισμένος με δάφνες: Οι εκκλησίες που γιορτάζουν είναι πάντοτε δαφνοφόρες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δαφνοφόρος — α, ο (Α δαφνηφόρος, ον) (για τόπο) γεμάτος δάφνες («κοιλάδες δαφνοφόρες», «δαφνηφόρον ἄλσος») νεοελλ. 1. στολισμένος με δάφνες («μέσα στις εκκλησίες τις δαφνοφόρες») 2. αυτός που φέρνει τις δάφνες τής δόξας («δαφνοφόρος πόλεμος) αρχ. 1. όποιος… …   Dictionary of Greek

  • Ismenivs — ISMENIVS, i, Gr. Ἰσμήνιος, ου, ein Beynamen des Apollo, welcher am Flusse Ismenus seinen Tempel, und zu seinem Priester einen der vornehmsten, schönsten und stärksten Knaben zu Theben hatte, der Δαφνοφόρος hieß, weil er einen Lorber auf seinem… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • αγγελιοφόρος — ο ο αγγελιαφόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγγελιαφόρος (< ἀγγελία + φόρος < φέρω) το ο αντί του α από γενίκευση τού χαρακτηριστικού φωνήεντος ο τής συνθέσεως πρβλ. αγγελιοδότης, σημαιοφόρος, ακανθοφόρος, αιμοφόρος, τροπαιοφόρος, μαχαιροφόρος,… …   Dictionary of Greek

  • δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… …   Dictionary of Greek

  • δαυχνοφόρος — δαυχνοφόρος, ον (Α) ο δαφνοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *δαύχνα, παράλληλος τ. τού δάφνη* που απαντά μόνο σε σύνθετα, + φορος < φέρω (πρβλ. Δαυχναφόριος)] …   Dictionary of Greek

  • δαφνηφόρος — ον βλ. δαφνοφόρος …   Dictionary of Greek

  • συνδαυχναφόρος — ὁ, Α αυτός που επίσης φέρει δάφνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δαυχνοφόρος «δαφνοφόρος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”